Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στονόεντά τ

См. также в других словарях:

  • στονόεντα — στονόεις causing groans neut nom/voc/acc pl στονόεις causing groans masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στονόεντ' — στονόεντα , στονόεις causing groans neut nom/voc/acc pl στονόεντα , στονόεις causing groans masc acc sg στονόεντι , στονόεις causing groans masc/neut dat sg στονόεντε , στονόεις causing groans masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιτρέπω — (AM ἐπιτρέπω και ιων. τ. ἐπιτράπω) [τρέπω] 1. δίνω σε κάποιον την άδεια να κάνει κάτι, ανέχομαι (α. «δεν μού επέτρεψε να απαντήσω» β. «οὐκ ἄν ποτ’ ἄλλῳ τοῡτ’ ἐπέτρεψ’ ἐγώ ποιεῑν», Αριστοφ. γ. «ἢν δέ τις μαλακύνηται, μὴ ἐπιτρέπετε», Ξεν.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • στονόεις — και στενόεις εσσα, εν, Α 1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ. β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ. γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.) 2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»